κητοθηρεῖον

κητοθηρεῖον
κητο-θηρεῖον (-θήριον codd.), τό,
A magazine of implements for the fishery of large fish, Ael.NA13.16.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κητοθηρείον — κητοθηρεῑον και κητοθήριον, το (Α) αποθήκη σκευών χρήσιμων στην αλιεία μεγάλων ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + θηρεῖον (< θηρεύω)] …   Dictionary of Greek

  • κητοθηρεῖα — κητοθηρεῖον magazine of implements for the fishery of large fish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήτος — Βλ. λ. κητώδη. * * * το (ΑΜ κῆτος) 1. γενική ονομασία θαλάσσιων ψαριών μεγάλου μεγέθους ή μεγάλων υδρόβιων θηλαστικών τής τάξης τών κητωδών, θαλάσσιο θηρίο («δελφῑνάς τε κύνας τε, καὶ εἲ πόθι μεῑζον ἕλῃσι κῆτος», Ομ. Οδ.) 2. (ως κύριο όν. Κήτος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”